-
1 раковина
1. (дефект в отливке) η σπη-λαίωση, η κοιλότηταгазовая - ο εγκλεισμός του αερίου, η φυσαλίδα εντός μετάλλου/χυτού- σημείου2. (водопроводная) о νεροχύτης, (умывальник) о νιπτήρας 3. (твёрдый защитный покров некоторых беспозвоночных животных) το όστρακο, η κόγχη, το κοχύλι, το καύκαλο 4. (мед., анат.) η κόγχηушная - του ωτός/αυτιού 5 (телефона) το ακουστικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раковина